- καυτηρίαση
- cautérisation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καυτηρίαση — η η καύση με τον καυστήρα, επίπληξη: Αυτό θέλει καυτηρίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… … Dictionary of Greek
διακαυστικός — ή, ό 1. ο ικανός να διακαίει 2. αυτός που είναι πολύ καυστικός 3. ο κατάλληλος για καυτηρίαση, αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καυτηρίαση … Dictionary of Greek
καυτήριο — και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ] πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια δραστικές χημικές ουσίες που… … Dictionary of Greek
διάκαυση — η (Α διάκαυσις, εως) 1. πυράκτωση, διαπύρωση, το αποτέλεσμα τής καύσης 2. ασθένεια τού ξύλου η οποία προκαλεί τη σήψη του αρχ. 1. καυτηρίαση 2. τα υπολείμματα τής καύσης … Dictionary of Greek
διάστιξη — (AM διάστιξις) [διαστίζω] ο χωρισμός λέξεων ή φράσεων με τα σημεία στίξεως, η στίξη νεοελλ. 1. στολισμός επιφάνειας με στίγματα, στιγματισμός 2. ειδικά η διακόσμηση τού ανθρώπινου σώματος με παραστάσεις δερματοστιξία, τατουάζ μσν. 1. στιγματισμός … Dictionary of Greek
ενθέτω — και εντίθημι (AM ἐντίθημι) τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω αρχ. 1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῡν δ ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.) 2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα 3. τοποθετώ ανάμεσα,… … Dictionary of Greek
θερμοκαυτηρίαση — η ιατρ. η χρησιμοποίηση θερμοκαυτήρα για χειρουργικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocauterisation < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + cauterisation (πρβλ. καυτηρίαση)] … Dictionary of Greek
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
καυστήριος — καυστήριος, ία, ον (ΑΜ) [καυστήρ] μσν. 1. αυτός που καυτηριάζει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία η καυτηρίαση* αρχ. το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. τού καυτήριον*) το κεραμευτικό καμίνι … Dictionary of Greek
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek